κονιη

κονιη
    κονίη
     эп.-ион. = κονία См. κονια

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "κονιη" в других словарях:

  • κονίη — κόνιος dusty fem nom/voc sg (epic ionic) κονία dust fem nom/voc sg (epic ionic) κονιάω plaster with lime pres imperat act 2nd sg (doric) κονιάω plaster with lime imperf ind act 3rd sg (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κονίῃ — κόνιος dusty fem dat sg (epic ionic) κονία dust fem dat sg (epic ionic) κονί̱ῃ , κονίω make dusty pres subj mp 2nd sg κονί̱ῃ , κονίω make dusty pres ind mp 2nd sg κονί̱ῃ , κονίω make dusty pres subj act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κονίηι — κονίῃ , κόνιος dusty fem dat sg (epic ionic) κονίῃ , κονία dust fem dat sg (epic ionic) κονί̱ῃ , κονίω make dusty pres subj mp 2nd sg κονί̱ῃ , κονίω make dusty pres ind mp 2nd sg κονί̱ῃ , κονίω make dusty pres subj act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κονία — η (ΑM κονία, Α επικ. τ. κονίη) [κόνις] αλισίβα, σταχτόνερο νεοελλ. 1. η συνδετική ύλη που χρησιμοποιείται για την παρασκευή τών κονιαμάτων 2. το επίχρισμα των τοίχων, αμμοκονία, σοβάς μσν. αρχ. τέφρα, στάχτη αρχ. 1. σκόνη, κονιορτός («ποδῶν δ… …   Dictionary of Greek

  • ρύπτειρα — ἡ, Α ουσία που χρησιμοποιείται για τον καθαρισμό από ρύπους («ῥύπτειρα κονίη», Νίκ. Αλεξ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για το θηλ. ενός αμάρτυρου τ. *ῥυπτήρ (< ῥύπος + επίθημα τήρ / τειρα), πρβλ. δοτήρ: δότειρα] …   Dictionary of Greek

  • ken-2, kenǝ-, keni-, kenu-; —     ken 2, kenǝ , keni , kenu ;     English meaning: to rub, scrape off; ashes     Deutsche Übersetzung: “kratzen, schaben, reiben”     Note: various with conservative extensions     Material: I. Leichte basis: Gk. κόνις, ιος f. “dust, ash” ( is… …   Proto-Indo-European etymological dictionary


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»